- ομνύω
- (ΑΜ ὀμνύω, Α και ὄμνυμι)1. ορκίζομαι, παίρνω όρκο («ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῑν μὴ ὀμόσαι ὅλως», ΚΔ)2. βεβαιώνω κάτι με όρκο, παρέχω ένορκη διαβεβαίωση («ἐπειδὴ δὲ ὤμοσεν τὴν εἰρήνην ὁ Φίλιππος», Δημοσθ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Έχει γίνει προσπάθεια να συνδεθεί το ρ. με το αρχ. ινδ. amiti, το οποίο κατά την επικρατέστερη άποψη σημαίνει «πιάνω, αρπάζω, δράττομαι» (πρβλ. τη φρ. rtam āmit «ορκίζεται στον rta»). Σύμφωνα με την ίδια άποψη, και η ελλ. φρ. ὅρκον ὀμνύναι σημαίνει «πιάνω τον όρκο», δηλ. το ιερό αντικείμενο στο οποίο ορκίζομαι (βλ. λ. όρκος) και, επομένως, υπάρχει στήριγμα για τη σύνδεση τού ελλ. ρ. με την αρχ. ινδ. λ. Προβλήματα γεννά, εξάλλου, και η μορφολογία τού ρ. Ο αόρ. ὤμοσα, ο οποίος είναι αναμφισβήτητα αρχ., οδηγεί σε θ. ὀμο-, οπότε η αναμενόμενη μορφή τού μέλλ. θα ήταν ὀμοῦμαι < *ὀμό-ομαι και όχι < ὀμέομαι. Η άποψη αυτή στηρίζεται και στο ομηρ. κείμενο, όπου απαντά ο μέλλ. ὀμοῦμαι, ο οποίος πρέπει να αναχθεί σε *ὀμόομαι, αφού ο τ. ὀμέομαι στην ομηρ. γλώσσα θα έδινε *ὀμεῦμαι. Ωστόσο, η πιο πιθανή άποψη είναι ότι ο μέλλ. ὀμοῦμαι ακολουθεί κατά την κλίση τους μέλλ. σε -οῦμαι / -έομαι (πρβλ. θορέομαι μέλλ. τού θρώσκω*). Ο παρακμ. ὀμ-ώμο-κα είναι νεώτερος σχηματ. που απαντά για πρώτη φορά στην Αττική (αττ. διπλασιασμός). Τέλος, η μετάσταση τού αθέματου ενεστ. ὄμνυμι στη θεματική συζυγία (ὀμνύ-ω) έγινε μέσω παλαιών τ. τής μτχ. (ὀμνύ-ων) και τού γ' πληθ. (ὀμνύ-ουσι, ὤμνυ-ον), πρβλ. δείκνυμι: δεικνύω.ΠΑΡ. αρχ. ομοτόςαρχ.-μσν.ομότης.ΣΥΝΘ. (Β συνθετικό) αρχ. ανθυπόμνυμι, ανταπόμνυμι, αντόμνυμι, απόμνυμι, διόμνυμι, εξόμνυμι, επόμνυμι, κατόμνυμι, προόμνυμι, προσεπόμνυμι, προσόμνυμι, συνεξόμνυμι, συνεπόμνυμι, συνόμνυμι, υπόμνυμι].
Dictionary of Greek. 2013.